- ὑπεραιωνίως
- ὑπεραιώνιοςmore than eternaladverbialὑπεραιώνιοςmore than eternalmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεραιώνιος — ία, ον, Μ ο πριν από τους αιώνες, αυτός που δεν έχει χρονικά όρια, ο πράγματι αιώνιος. επίρρ... ὑπεραιωνίως Μ άχρονα, πέρα από τα όρια τού χρόνου … Dictionary of Greek